αμερικανικός — και αμερικάνικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αμερική ή προέρχεται από αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. αμερικανικός < Αμερικανός ο τ. αμερικάνικος < Αμερικάνος (πρβλ. βραζιλιάνικος < Βραζιλιάνος κ. τ. ό] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
βίσονας — Κοινή ονομασία ορισμένων θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Παλαιότερα ήταν πολύ διαδεδομένοι στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Όμως, το εντατικό κυνήγι κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, για το… … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
αλιγάτορας — Φολιδωτό ερπετό της τάξης των κροκοδειλίων. Διαφέρει από τους κροκόδειλους, γιατί το σώμα του είναι σχετικά κοντό και το κεφάλι του στρογγυλωπό. Τα δόντια του είναι κωνικά, χωρίς φατνία και πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Τα δάχτυλά του, προπάντων… … Dictionary of Greek
ασβός — Θηλαστικό της τάξης των σαρκοφάγων, της οικογένειας των μουστελιδών. Έχει συνολικό μήκος 80 εκ., από τα οποία 20 εκ. είναι η ουρά. Ο α. έχει ύψος στο ακρώμιο περίπου 30 εκ. Το κεφάλι του είναι μακρύ και καταλήγει σε ρύγχος· έχει ισχυρά δόντια,… … Dictionary of Greek
Αμερικανός — και Αμερικάνος, ο (θηλ. Αμερικανίδα και Αμερικάνα) 1. αυτός που κατοικεί στην Αμερική ή κατάγεται από αυτήν 2. υπήκοος τού αμερικανικού κράτους 3. Ελληνας που ζει στην Αμερική ή επέστρεψε από εκεί 4. αυτός που με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek